13 Μαρ 2013

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης



Η δράση του ήρωα ποιητή. Η τιμητική συνάντηση τη μέρα καταδίκης σε θάνατο. Ο απαγχονισμός πριν από τα μεσάνυχτα.

Του Γιάννη Σπανού

Όσοι είχαμε την τιμή να τον γνωρίσουμε, αργά ή γρήγορα δεν θα υπάρχουμε πια. Κι ο πανδαμάτορας χρόνος με την αδάμαστη λήθη του, ίσως να μην αφήσει οποιοδήποτε ίχνος της διαδρομής μας από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο. Μα ο Ευαγόρας πάντα θα ζει. Πάντα θα υπάρχει. Γιατί διεκδίκησε και πέτυχε την αιωνιότητα της δοξασμένης νιότης του, σφραγίζοντας τις δέλτους της ιστορικής μνήμης με την υψηλοφροσύνη της σκέψης του, με το ηθικό μεγαλείο του ηρωισμού του κι απλώνοντας στον επερχόμενο χρόνο την ποίησή του, το τραγούδι του, που θ’ αντιλαλεί στους ατέρμονες κόσμους της αθανασίας, για να μαρτυρεί πως σε τούτη την άκρη της Μεσογείου ήταν καιροί που η αντρειοσύνη μέστωνε τα στήθια της νεότητας απ’ τα γυμνασιακά θρανία κι από τη μια μέρα στην άλλη, οι έφηβοι ξεπρόβαλλαν γιγαντιαία, αντρίκια αναστήματα, που δρασκελούσαν βουνοκορφές και γίνονταν Διγενήδες, κι άρπαζαν στα δυνατά τους μπράτσα τις σημαίες για να τις στήσουν στα πιο ψηλά κάστρα της λεβεντιάς. Για να μεσουρανούν, να φτάνουν ως τα σύννεφα και να ’ναι λάβαρα πνοής ιερής, τρόπαια παλικαροσύνης, και δείγματα λαμπερά που θ’ άστραφταν την πυργωμένη θέληση σε λυτρωτικά σύμβολα αξίας, ανθρωπιάς και λευτεριάς.
Τον συνάντησα μια κρύα μέρα του χειμώνα του 1957, ενώ μας παίρναν από τ’ ανακριτήρια του Σπέσιαλ Μπραντς του Σεραγίου στις Κεντρικές Φυλακές.
Ήταν 25 Φεβρουαρίου 1957, μέρα Δευτέρα πρωί, όταν μας έριξαν στη μαύρη κλούβα, μετά από δεκαήμερη κράτηση.
Δεν ξέραμε πού θα μας μετέφερναν. Στην κλούβα ήταν ο Αλέκος Μαυρομμάτης από τη Γιαλούσα, ο Λουκής Καρανίκης από τον Άγιο Δομέτιο, ο Σαββάκης Αγησιλάου από τους Καπέδες κι ο Διονύσιος Λεμονάρης από την Ίνεια. Ήμασταν κελεψιασμένοι ο ένας με τον άλλο.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν τρεχάματα, βήματα βιαστικά, αρβύλες, θόρυβοι.
 Άνοιξαν την πόρτα της κλούβας, έσπρωξαν μέσα ένα παλικάρι και του πέρασαν το άλλο βραχιόλι της χειροπέδης που κρεμόταν απ’ τ’ αριστερό μου χέρι.
Από τα σιδερένια κάγκελα του μικρού παραθύρου, είδα Εγγλέζους πάνοπλους να πετάγονται σε στρατιωτικά οχήματα συνοδείας. Άλλοι μπροστά, άλλοι πίσω. Η μικρή πομπή ξεκίνησε.
- Πού μας παίρνουν, ρώτησα.
- Στις Κεντρικές Φυλακές, μου απάντησε ο νέος σύντροφος.
- Πού το ξέρεις;
- Εκεί παίρνουν εμένα.
- Σε δίκασαν; Φυλακή;
- Με καταδίκασαν σε θάνατο, πριν λίγο.
Παγώσαμε.
- Πώς έγινε; Τι σου είπαν, ρώτησα ξανά.
- Μου είπε ο δικαστής πως θα με κρεμάσουν και πως θα κρέμεται το κορμί μου από το σχοινί μέχρι να βγει η ψυχή μου.
- Κι εσύ;
- Όταν με ρώτησαν αν θέλω να δηλώσω οτιδήποτε, πριν μου επιβάλουν την ποινή, είπα: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος που αγωνίζεται για την ελευθερία του».
- Ποιος είσαι;
- Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης.
Ήταν συγκινημένος. Θα έλεγα τον διαπερνούσε ένας ενθουσιασμός αλλιώτικος. Σαν ν’
άστραφτε.

Η μαύρη κλούβα έφτασε στην Κυπριακή Βαστίλη. Μας φώναξαν να κατεβούμε. Έκλεισε η βαριά πόρτα της φυλακής, βγάλαν τις χειροπέδες από τα χέρια μας.
Τον τράβηξαν. Τα χέρια μας σφίχτηκαν σε μια χειραψία αδελφοσύνης. Συγκίνηση πρωτόγνωρη, ιερή, δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Αποχαιρετιστήκαμε.
- Μη φοβάστε αδέλφια, θάρρος, φώναξε ο Ευαγόρας.
Τον παίρναν στα κελιά των μελλοθανάτων για κρεμάλα κι έδινε σ’ εμάς θάρρος!
Στεκόμασταν άναυδοι. Ατμόσφαιρα ιερού δέους κυριαρχούσε. Τον έβλεπα ν’ απομακρύνεται με γρήγορες δρασκελιές με τους στρατιώτες. Άνοιξε η πόρτα που χώριζε τα «ζωντάνια». Ελαφρό αεράκι φύσηξε, του ανέμισε τα μαύρα μαλλιά. Γύρισε σ’ εμάς, σήκωσε το χέρι. Φώναξε:

- Μη φοβάστε αδέλφια. Γεια σας. Ζήτω η λευτεριά!..
Το άγγελμα του απαγχονισμού, μας βρήκε στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Κοκκινοτριμιθιάς.

Έκτοτε πέρασαν χρόνια. Η επέτειος της θυσίας του παλικαριού στις 13 του Μάρτη έφθασε. Το ανέσπερο φως, που αιώνιο ξεχύνεται από το θάλαμο της αγχόνης, ας φωτίσει το νου όσων σήμερα περί άλλα τυρβάζουν. Ας ζεσταθεί το ελληνικό αίμα που ρέει στις φλέβες της σημερινής νιότης. Για να υψώσει η νεότητα τις ιερές σημαίες. Και ακμαία και λεβέντικη να μας οδηγήσει στον Απ. Ανδρέα. Στο μοναστήρι που προσμένει ν’ ανάψουμε το κερί του φιλότιμου της εποχής μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου